Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

οἱ ἔξω ἐχθροί

  • 1 εξω

        I.
         ἔξω
        I
        adv.
        1) вне, снаружи
        

    οἱ ἔξω ἐχθροί Plat. — внешние враги;

        στρατιᾶς οὔσης ἔξω Xen. — когда войско находится в отсутствии;
        τὰ ἔξω μόρια τῶν ζῴων Arst. — наружные части (органы) животных, преимущ. конечности;
        οἱ ἔξω τόποι Arst. — чужая территория;
        τὰ ἔξω Plat., Arst.внешние предметы или обстоятельства;
        τὰ ἔξω πράγματα Thuc. — внешние дела, сношения с заграницей;
        οἱ ἔξω Thuc. — противники, тж. изгнанники, NT. (sc. τῆς ἐκκλησίας) язычники;
        ἥ ἔξω στηλέων θάλασσα, тж. ἥ ἔξω θάλασσα Plat. и ἥ ἔξω Plut. — море за (Геракловыми) столпами, т.е. Атлантический океан;
        ἔξω λέγειν Arst. = ἔξω τοῦ λόγου λέγειν, см. ἔξω II;
        τὰ ἔξω κωλύοντα Arst.внешние препятствия

        2) (во)вне, наружу
        

    (ἰέναι Hom.; χωρεῖν Her.; πέμπειν Xen.; πορεύεσθαι Plat.; βλέπειν Dem.; αἱ θύραι αἱ ἀνοιγόμεναι ἔξω Arst.)

        τὸ ἔξω τῶν ὀμμάτων Plat.пучеглазие

        3) вдали, далеко
        

    (τρίβειν βίον Soph.; οἱ ἔξω κατοικοῦντες Plat.)

        4) ( с последующим союзом ἤ) за исключением, кроме Her.
        II
        1) praep. cum gen.
        (1) из
        

    (ἁλὸς ἔξω, ἔξω βερέθρου Hom.; ἔξω δόμων ὠθεῖν τινα Aesch.; ἔξω γῆς βαλεῖν τινα Soph., Eur.; ἔξω τοῦ Πόντου ὀχεῖσθαι Xen.)

        (2) вне
        

    ἔξω τινός εἶναι или γενέσθαι Thuc., Plat., Arst., Plut.быть вне чего-л., не вмешиваться во что-л., не иметь отношения к чему-л.;

        ἔξω τοῦ λόγου, τῆς ὑποθέσεως или τοῦ πράγματος λέγειν Lys., Isocr., Plat., Arst. — говорить не на тему;
        ἔξω τοξεύματος Thuc. и ἔξω (τῶν) βελῶν Xen.вне досягаемости снарядов (стрел или копий);
        εἶναι или γενέσθαι ἔξω φρενῶν Pind., ἔξω τοῦ φρονεῖν и ἔξω γνώμης Eur. или ἔξω ἑαυτοῦ Dem. — сойти с ума, обезуметь, быть вне себя;
        θεσμῶν ἔξω φέρεσθαι Soph. — противиться предписаниям;
        οὐδὲν ἔξω τοῦ φυτεύσαντος δρᾷς Soph.твои дела ничем не отличаются от отцовских

        (3) после
        

    ἔξω μέσου ἡμέρας Xen. — после полудня;

        ἔξω πέντ΄ ἐτῶν Dem.спустя пять лет

        (4) кроме, за исключением
        

    (ἔξω σευ Her.; ἅπαντες ἔξω ὀλίγων Arst.)

        2) praep. cum acc. из, за пределы
        II.
         ἕξω
        fut. к ἔχω См. εχω

    Древнегреческо-русский словарь > εξω

См. также в других словарях:

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • θύραθεν — (ΑΜ θύραθεν, Α και επικ. τ. θύρηθε) επίρρ. 1. απ έξω από την πόρτα, από τα έξω προς τα μέσα 2. φρ. εκκλ. «ὁ θύραθεν» αυτός που βρίσκεται έξω από τη χριστιανική πίστη, ο εθνικός, ο ειδωλολατρικός 3. φρ. εκκλ. «ἡ θύραθεν παιδεία» η κλασική παιδεία …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»